Αλβίσε Κανταμόστο

Ένας Βενετός εξερευνά τις ακτές της Αφρικής και ανακαλύπτει τα πρώτα νησιά του Κάβο Βέρντε

 Ο Αλαβίσε Καδαμόστο, ήταν ένας Βενετός που από την νεαρή του ηλικία ταξίδευε με τα Βενετικά εμπορικά πλοία στα λιμάνια της Μεσογείου και της Βόρειας Ευρώπης. Όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι του, βρήκε την οικογένεια του κοινωνικά απαξιωμένη εξ αιτίας ενός σκανδάλου δωροδοκίας στο οποίο είχε εμπλακεί ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το γεγονός αυτό, ανάγκασε την οικογένεια του να μετακομίσει στην Μόντενα. Ο Κανταμόστο όμως, ήθελε με κάθε τρόπο να αποκαταστήσει το όνομα της οικογένειας του αναζητώντας κάποια ευκαιρία καταξίωσης. Το 1454, στα 25 του χρόνια περίπου, ως αξιωματικός μιας Βενετικής γαλέρας, σε ένα ταξίδι του προς την Φλάνδρα, το πλοίο έπεσε σε κακοκαιρία νότια της Πορτογαλίας και κατέφυγε στο Ακρωτήριο του Σάο Βισέντε περιμένοντας να καλυτερεύσουν οι καιρικές συνθήκες. Από το διπλανό Ακρωτήριο Σάγκρες όπου ήταν το ναυτικό κέντρο που είχε δημιουργήσει ο Πρίγκιπας Ερρίκος ο Θαλασοπόρος, οι Πορτογάλοι ειδοποίησαν τον Ερρίκο για τον κατάπλου της Βενετικής γαλέρας. Τότε εκείνος, έστειλε τον γραμματέα του, μαζί με τον Βενετό πρόξενο της περιοχής και δύο εμπορικούς πράκτορες στο πλοίο, ώστε να προτείνουν εμπορική συνεργασία στους Βενετούς, ενημερώνοντας τους και για τις πρόσφατες γεωγραφικές ανακαλύψεις. Εκεί, ο Κανταμόστο, βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. 
 
   Μετά την την τελευταία εξερευνητική αποστολή του Νούνο Τριστάο το 1446 όπου και στοίχησε τον θάνατο του κατά την εξερεύνηση της Υποσαχάριας Αφρικής, ο Ερρίκος, απογοητευμένος και έχοντας ήδη δαπανήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για την χρηματοδότηση  των εξερευνήσεων, τις σταμάτησε και περιορίστηκε στην εμπορική εκμετάλλευση των περιοχών που είχαν ανακαλυφθεί. Ο Κανταμόστο, γοητευμένος από όσα άκουσε για τις νέες ανακαλύψεις, θέλησε να γίνει ο πρώτος Βενετός που θα έφτανε στις νέες χώρες για να τις εξερευνήσει. Αυτό, θα ήταν παραπάνω από αρκετό τόσο για να αποκαταστήσει το όνομα της οικογένειας του πίσω στην Βενετία, όσο και να δώσει άλλη υπόσταση στο δικό του καθώς μπροστά του μόλις είχε εμφανιστεί η ευκαιρία να γίνει ένας νέος Μάρκο Πόλο, εξερευνώντας τον Δυτικό Ωκεανό (Ατλαντικό). Για τον λόγο αυτό, ζήτησε να επισκεφθεί τον Ερρίκο και να του ζητήσει να του αναθέσει μία εξερευνητική αποστολή. Ο Ερρίκος τον δέχθηκε. Στο πρόσωπο του νεαρού Κανταμόστο, εκτός από την όρεξη και τον ζήλο του να κατορθώσει μια νέα ανακάλυψη, ενδεχομένως να είδε και μια ευκαιρία σύσφιξης των εμπορικών σχέσεων με τους κυρίαρχους στην Μεσόγειο, Βενετούς, καθώς από τις εξερευνήσεις του Κανταμόστο, οι Βενετοί, θα μάθαιναν για τις εμπορικές δυνατότητες στα νέα υπεράκτια Πορτογαλικά εδάφη. Έτσι, τον προσέλαβε στην υπηρεσία του και το επόμενο κιόλας έτος, του ανέθεσε την πρώτη του αποστολή. 
 
 
 
  Στις 22 Μαρτίου του 1455, με μια καραβέλα, ο Κανταμόστο αναχώρησε από το Λάγος της Πορτογαλίας με πρώτο προορισμό το νησί της Μαδέρας και έπειτα κατευθύνθηκε προς τα Κανάρια Νησιά. Από εκεί, έπλευσε προς τις ακτές της ηπειρωτικής Αφρικής φτάνοντας στο Λευκό Ακρωτήριο (Cap Blanc), από όπου και έπλευσε νότια. Λίγο πριν φτάσει στο ακρωτήριο που σήμερα βρίσκεται το Ντακάρ, αγκυροβόλησε σε μία ακτή όπου υπήρχαν αγκυροβολημένα και άλλα Πορτογαλικά εμπορικά πλοία. Σε εκείνη την ακτή, οι Πορτογάλοι, είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με μια εθνότητα της περιοχής, τους Ουόλοφ, στους οποίους πρόσφεραν άλογα, ανταλλάζοντας τα με δούλους. Οι Πορτογάλοι δουλέμποροι, μπορούσαν με ένα άλογο να αποσπάσουν μέχρι και δεκαπέντε σκλάβους. Ο Κανταμόστο, ακολούθησε αυτή την τακτική, και συμφώνησε να ανταλλάξει εφτά άλογα με εκατό ιθαγενείς ως σκλάβους. Κατά την συναλλαγή, δέχθηκε επίσκεψη από τον άρχοντα των Ουόλοφ ο οποίος τον κάλεσε στην ενδοχώρα για να τον φιλοξενήσει, έως ότου να βρεθεί η ποσότητα των σκλάβων που συμφωνήθηκε.
 
   Μετά από σχεδόν ένα μήνα, αφού συμπληρώθηκε το ανθρώπινο φορτίο, ο Κανταμόστο, παρόλο που είχε κάθε λόγο να επιστρέψει στην Πορτογαλία, συνέχισε νότια προφανώς για να ικανοποιήσει την φιλοδοξία του πραγματοποιώντας μια νέα γεωγραφική ανακάλυψη. Φτάνοντας στο Πράσινο Ακρωτήριο (στο σημερινό Cap Vert όπου βρίσκεται το Ντακάρ και όχι στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου γνωστά ως Κάβο Βέρντε), συνάντησε δύο πορτογαλικά πλοία όπου στο ένα από αυτά, Πλοίαρχος ήταν ο Γενουάτης Αντονιότο Ουσοντιμάρε ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του Ερρίκου ενώ στο άλλο πλοίο, το όνομα του Πλοιάρχου, δεν έχει διασωθεί. Οι Πλοίαρχοι των δύο πλοίων, ακούγοντας τις προθέσεις του Κανταμόστο, συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν ενδυναμώνοντας έτσι την αποστολή. Κατευθυνόμενα νότια, τα τρία πλοία, προσέγγισαν στις εκβολές του ποταμού Σαλούμ της σημερινής Σενεγάλης. Οι ιθαγενείς, βλέποντας τα πλοία, συγκεντρώθηκαν στις ακτές. Ο Κανταμόστο, έχοντας πρόθεση να εξερευνήσει τον ποταμό, έστειλε στην ακτή έναν διερμηνέα ώστε να συνάψει ειρηνικές επαφές με τους ιθαγενείς. Με το που έφτασε όμως στην ακτή, οι ιθαγενείς τον σκότωσαν αποτρέποντας έτσι τα σχέδια του Κανταμόστο ο οποίος συνέχισε νοτιότερα φτάνοντας στον επόμενο ποταμό, Γκάμπια. Εκεί, σε μία προσπάθεια των πλοίων να πλεύσουν προς τον ποταμό, δέχθηκαν επίθεση με κανό από τους ιθαγενείς οι οποίοι τους εκτόξευαν φλεγόμενα βέλη. Ο Κανταμόστο, βλέποντας το πλήρωμα να λιποψυχεί, και μην θέλοντας να διακινδυνεύσει τα φορτία των πλοίων, αποφάσισε να εγκαταλείψει την εξερεύνηση και να επιστρέψει στην Πορτογαλία. 
 
   Ο Ερρίκος, ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα του ταξιδιού του Κανταμόστο, κυρίως για τις νέες γεωγραφικές πληροφορίες που αποκόμισε, του ανέθεσε την επομένη αποστολή, συνοδευόμενο με τα ίδια πλοία που συνάντησε στο προηγούμενο ταξίδι του και τους Πλοίαρχους τους. Η αποστολή αυτή, ήταν να πλεύσουν απευθείας στον ποταμό Γκάμπια και να συνεχίσουν την εξερεύνηση προσδοκώντας να βρει κάποια περιοχή με χρυσό. Τα τρία πλοία, αναχώρησαν από το Λαγος τον Μάιο του 1456. Φτάνοντας στο Πράσινο Ακρωτήριο, συνάντησαν μία καταιγίδα. Για να την αποφύγουν, τα πλοία έπλευσαν δυτικά μέχρι που αντίκρισαν ένα άγνωστο αρχιπέλαγος. Τα πλοία του Κανταμόστο, μόλις είχαν ανακαλύψει το πρώτο από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου (σημερινό Κάβο Βέρντε) τα οποία ονομάστηκαν έτσι από το Πράσινο Ακρωτήριο της ηπειρωτικής Αφρικής (Cap Vert). Το νησί αυτό, ήταν το Μπόα Βίστα το οποίο ο Κανταμόστο ονόμασε έτσι στην μητρική του γλώσσα ως Μπουένα Βίστα. Έπειτα, έπλευσε δυτικά μέχρι που ανακάλυψε το μεγαλύτερο νησί του Αρχιπελάγους, Σαντιάγκο (San Tiago) το οποίο διατηρεί στα Πορτογαλικά την ονομασία που του έδωσε ο Κανταμόστο στα Ιταλικά ως Άγιος Ιάκωβος (San Jacobo) και εκεί σήμερα βρίσκεται η πρωτεύουσα του Κάβο Βέρντε, Πράια. Συνεχίζοντας δυτικά, ο Κανταμόστο ανακάλυψε και τα νησιά Φόγκο και Μπράβα. Τα ακατοίκητα και άγονα αυτά νησιά όμως, δεν παρουσίασαν κανένα εμπορικό ενδιαφέρον και έτσι, ο Κανταμόστο, κατευθύνθηκε ανατολικά προς τις ακτές της Αφρικής, για τον αρχικό του σκοπό. 
  
 
   Φτάνοντας και πάλι στις εκβολές του ποταμού Γκάμπια, τα πλοία έπλευσαν προς τον ποταμό, χωρίς αυτή την φορά να αντιμετωπίσουν αντίσταση από τους ιθαγενείς. Κατά την εξερεύνηση, συνάντησαν κάποιες πιρόγες. Μέσω ενός διερμηνέα της αποστολής, ο Κανταμόστο έμαθε πως ο Βασιλιάς της φυλής Μαντίνκα, ήταν πρόθυμος να συνάψει σχέσεις με τους Πορτογάλους, έχοντας μάθει προφανώς για τα εμπορικά κέρδη των άλλων φυλών μαζί τους. Τα πλοία, έχοντας πλεύσει περίπου 70 ναυτικά μίλια στον ποταμό, ο Κανταμόστο συνάντησε τον Βασιλιά των Μαντίνκα ο οποίος τον καλοδέχτηκε. Εκεί, αν και η ποσότητα του χρυσού που παρουσίασε ο Βασιλιάς ήταν μικρή ώστε να συναφθεί κάποια συμφωνία, οι δύο πλευρές προχώρησαν σε κάποιες μικρές εμπορικές συναλλαγές. Κατά την παραμονή όμως των πλοίων στον ποταμό, αρκετά από τα μέλη του πληρώματος άρχισαν να έχουν έντονο και συνεχή πυρετό ο οποίος πολλούς τους οδήγησε στον θάνατο. Εδώ, έχουμε και την πρώτη αναφορά ευρωπαίων που παθαίνουν Ελονοσία. Το φαινόμενο αυτό, ανάγκασε τον Κανταμόστο να βγάλει τα πλοία από τον ποταμό και να συνεχίσει το ταξίδι του. 
 
   Κατευθυνόμενος νοτιότερα, έφτασε μέχρι τις εκβολές του ποταμού Γκέμπα της σημερινής Γουινέα-Μπισάου. Εκεί, βρήκαν κάποιους αυτόχθονες με τους οποίους – μέσω των διερμηνέων – προσπάθησαν να επικοινωνήσουν. Μάταια όμως, καθώς η γλώσσα τους ήταν άγνωστη και πρωτόγνωρη στους διερμηνείς. Ο Κανταμόστο, βλέποντας πως από εκείνο το σημείο και πέρα δεν υπήρχε δυνατότητα επικοινωνίας, αποφάσισε να επιστρέψει στην Πορτογαλία. Άλλωστε, ο αρχικός σκοπός του ταξιδιού, είχε επιτευχθεί. 
 
   
   Η αποστολή του Κανταμόστο, ήταν και η τελευταία που που είχε χρηματοδοτήσει ο Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος έχοντας ως αποτέλεσμα νέες γεωγραφικές ανακαλύψεις. Πέρα από τις νέες ανακαλύψεις όμως, χάριν των περιγραφών του Κανταμόστο, στην Πορτογαλία έφτασαν και σημαντικές πληροφορίες για τις Αφρικανικές εθνότητες. Ο Κανταμόστο, έμεινε στο Λάγος μέχρι που ο θάνατος του Ερρίκου του Θαλασσοπόρου το 1460 άλλαξε τα δεδομένα. Την ηγεσία του Θαλάσσιου εμπορίου πλέον, ανέλαβε ο Βασιλιάς Αφόνσο ο Πέμπτος, μεταθέτοντας το ναυτικό κέντρο της χώρας από το Λάγος στην Λισσαβόνα. Ο Κανταμόστο, μετά από τρία χρόνια, βλέποντας πως δεν υπήρχε κάποια προοπτική για εκείνον, επέστρεψε στην Βενετία. Εκεί, αφού αποκατέστησε το όνομα του, συνέχισε την ναυτική του δράση στην Μεσόγειο Θάλασσα.  
 
Το σπίτι του Αλβίσε Κανταμόστο, στην Βενετία.
 
 

Απάντηση

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: