Το 1576, ο Μάρτιν Φρομπίσερ, ανακάλυψε την είσοδο του Κόλπου Φρομπίσερ στις νοτιοανατολικές ακτές της Νήσου Μπάφιν, πιστεύοντας πως είχε ανακαλύψει την είσοδο του βορειοδυτικού θαλάσσιου περάσματος προς την Κίνα. Μετά από αυτό το ταξίδι όμως, το ενδιαφέρον των Άγγλων εμπόρων που το είχαν στηρίξει οικονομικά, στράφηκε στην εξόρυξη του μεταλλεύματος από την περιοχή, από το οποίο, δείγμα τους είχε παρουσιάσει ο Φρομπίσερ, έχοντας δημιουργηθεί η εντύπωση πως στο μέταλλο αυτό υπήρχαν μικροποσότητες χρυσού. Το γεγονός πως το μετάλλευμα αυτό δεν ήταν κάτι περισσότερο από σιδηροπυρίτη και η αποτυχημένη προσπάθεια για την δημιουργία αποικίας στην περιοχή, οδήγησε τους εμπόρους να αποσύρουν προσωρινά το ενδιαφέρον τους από τη περιοχή καθώς η επένδυση τους σε αυτό το εγχείρημα, δεν απέδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έπειτα από τις εξερευνήσεις του Φρομπίσερ, οι Άγγλοι κατάφεραν το 1583 να αξιώσουν το νησί της Νέας Γης υπό την κυριαρχία τους, μετά το περιπετειώδες ταξίδι του Χάμφρεϊ Γκίλμπερτ. Την ίδια χρονιά, ένας ακόμη φιλόδοξος θαλασσοπόρος, επανέφερε την υπόθεση της εύρεσης του Βορειοδυτικού Περάσματος, ζητώντας την στήριξη του Γραμματέα της Βασίλισσας Ελισάβετ, Φράνσις Γουόλσινχαμ, ώστε να συνεχίσει την εξερεύνηση που είχε αρχίσει ο Φρομπίσερ. Αυτός ήταν ο Τζον Ντέιβις.
Με την μεσολάβηση του Γουόλσινχαμ, ο Ντέιβις κατάφερε να βρει την οικονομική στήριξη από τους μεγαλέμπορους του Λονδίνου και του Ντέβον, ώστε δύο χρόνια μετά, να πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι. Στις 7 Ιουνίου του 1585, απέπλευσε από το λιμάνι του Ντάρτμουθ των νότιων ακτών του Ντέβον, με τα πλοία Σάνσαϊν και Μούνσαϊν. Αφού διέπλευσε βορειοδυτικά τον Ατλαντικό Ωκεανό, έφτασε στις δυτικές ακτές της Γροιλανδίας, περιπλέοντας τες μέχρι τον πορθμό που σήμερα φέρει το όνομα του (Πορθμός Ντέιβις), όπου οι πάγοι τον εμπόδισαν να συνεχίσει βορειότερα. Από εκεί, έπλευσε δυτικά ανακαλύπτοντας τον Κόλπο Κάμπερλαντ. Στην συνέχεια, επέστρεψε στην Αγγλία όπου και έφτασε στις 30 Σεπτεμβρίου. Κατά την διάρκεια του χειμώνα, οργάνωσε μια ακόμη αποστολή με σκοπό αυτή την φορά να αναζητήσει το πέρασμα βόρεια των ανατολικών και των δυτικών ακτών της Γροιλανδίας. Στις 7 Μαΐου του 1586, απέπλευσε για την δεύτερη του εξερεύνηση με τα δύο πλοία που που είχε και στην πρώτη, συν δύο ακόμη, το Μέρμεϊντ και ένα μικρότερο το Νορθ Σταρ. Όταν έφτασε στις νότιες ακτές της Γροιλανδίας, έδωσε εντολή στα πλοία Σάνσαιν και Νορθ Σταρ, να πλεύσουν βόρεια μέσω των ανατολικών ακτών της Γροιλανδίας ενώ εκείνος με το Μούνσαϊν και το Μέρμεϊντ, συνέχισε προς τις δυτικές.
Το Σάνσαϊν και το Νορθ Σταρ, λόγω των πάγων και των καιρικών συνθηκών που καθιστούσαν την ναυσιπλοΐα στην περιοχή αδύνατη, εγκατέλειψαν την αποστολή με το Σάνσαϊν να επιστρέφει στην Αγγλία, κάτι που δεν κατάφερε το Νορθ Σταρ αφού βυθίστηκε κατά την διάρκεια μιας καταιγίδας. Ο Ντέιβις με τα άλλα δύο πλοία, περιπλέοντας τις δυτικές ακτές της Γροιλανδίας, έφτασε και πάλι μέχρι τον Πορθμό Ντέιβις. Αυτή την φορά όμως, οι καιρικές συνθήκες ήταν χειρότερες από την προηγούμενη φορά. Καθώς το Μέρμεϊντ ως μεγαλύτερο πλοίο δεν ήταν αρκετά ευέλικτο ώστε να αποφύγει τα μεγάλα επιπλέοντα κομμάτια πάγων, ο Ντέιβις, προκειμένου να μην το χάσει από κάποια σύγκρουση με πάγο, το έστειλε πίσω στην Αγγλία, συνεχίζοντας με το Μούνσαϊν. Σύντομα όμως, η παγωμένη θάλασσα με τις ισχυρές βόρειες θύελλες, είχε γίνει αδιάπλευστη και για το Μούνσαϊν, ώστε ο Ντέιβις να αλλάξει την πορεία του και να πλεύσει προς τις ακτές της Νήσου Μπάφιν. Από εκεί, κατευθύνθηκε νότια κατά μήκος των ανατολικών ακτών του Καναδά, φτάνοντας μέχρι τον Κόλπο Χάμιλτον στις ακτές του Λαμπραντόρ όπου και αγκυροβόλησε. Εκεί, ανακάλυψε πληθώρα από μπακαλιάρους. Αφού ανανέωσε της προμήθειες του, επέστρεψε στην Αγγλία, φτάνοντας στις 14 Οκτωβρίου.
Στις 19 Μαΐου του 1587, ο Ντέιβις απέπλευσε για το τρίτο ταξίδι του προς τις Αρκτικές περιοχές της Γροιλανδίας και του Καναδά, με το πλοίο Σάνσαϊν και τα δύο πλοιάρια Ελίζαμπεθ και Έλεν. Το Σάνσάιν με το Ελίζαμπεθ, παρέμειναν στις ακτές του Λαμπραντόρ καθώς ο σκοπός τους ήταν να εκμεταλλευτούν την αφθονία των αλιευμάτων σε μπακαλιάρους στην περιοχή που ανακάλυψε ο Ντέιβις κατά το προηγούμενο του ταξίδι, ενώ εκείνος συνέχισε την εξερεύνηση του προς τις ακτές της Γροιλανδίας με το Έλεν. Οι ευνοϊκότερες καιρικές συνθήκες που βρήκε αυτή την φορά, του επέτρεψαν να πλεύσει βορειότερα. Με το μικρό και ευέλικτο πλοίο του, κατάφερε να περάσει ανάμεσα από τους πάγους και να φτάσει μέχρι τον Κόλπο Μπάφιν, σε γεωγραφικό πλάτος 72° όπου ήταν και το βορειότερο σημείο του Κόσμου που είχε φτάσει μέχρι τότε εξερευνητής. Οι αντίθετοι άνεμοι τον εμπόδισαν να συνεχίσει βορειότερα και έτσι άλλαξε την πορεία του, πλέοντας δυτικά προς τις ανατολικές ακτές του Μπάφιν. Εξερεύνησε για ακόμη μια φορά τον Κόλπο Κάμπερλαντ, και έπειτα έπλευσε νότια, περνώντας από την είσοδο του Κόλπου Φρομπίσερ και την είσοδο του Πορθμού Χάντσον πιστεύοντας πως ήταν το άνοιγμα ενός ακόμη κόλπου. Συνέχισε προς τις ακτές του Λαμπραντόρ φτάνοντας και πάλι μέχρι τον Κόλπο Χάμιλτον. Από εκεί, επέστρεψε στην Αγγλία στις 15 Σεπτεμβρίου.
Ο Ντέιβις, δεν πραγματοποίησε άλλη εξερεύνηση προς τις ακτές της Γροιλανδίας και του Καναδά αφού με την επιστροφή του, όλες οι ναυτικές δυνάμεις της Αγγλίας, δεσμεύτηκαν από την Βασίλισσα για την αντιμετώπιση της επερχόμενης Ισπανικής Εισβολής. Μετά από την επικράτηση των Άγγλων κατά της Ισπανικής Αρμάδας στην Μάγχη το 1588, ο Ντέιβις με το πλοίο Ντιζάιρ, ακολούθησε το 1591 τον Τόμας Κάβεντις στο αποτυχημένο – όπως εξελίχθηκε – δεύτερο ταξίδι του που είχε ως σκοπό να επιτεθεί στις Ισπανικές αποικίες, περιπλέοντας την Γη. Ο Ντέιβις, τον ακολούθησε έχοντας συμφωνήσει να αποσπαστεί από τον στόλο όταν θα βγει από τον Πορθμό του Μαγγελάνου στον Ειρηνικό Ωκεανό και να πλεύσει βόρεια ώστε να αναζητήσει το Βορειοδυτικό Πέρασμα, από τις δυτικές ακτές του Νέου Κόσμου. Όταν τα πλοία έφτασαν κοντά στην είσοδο του πορθμού, οι άγριες καιρικές συνθήκες, τα εμπόδισαν να συνεχίσουν παρά τις επίμονες προσπάθειες του Κάβεντις. Με τα πλοία να έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές, ο Κάβεντις αποφάσισε να επιστρέψει προς τις ακτές της Βραζιλίας για να επισκευαστούν και να συνεχίσει το ταξίδι του μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Ο Ντέιβις όμως τον εγκατέλειψε και έπλευσε πάλι προς τον Πορθμό του Μαγγελάνου για μια δεύτερη προσπάθεια να τον διαπλεύσει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Οι δυτικοί άνεμοι, τον παρέσυραν ανατολικότερα ώστε στις 14 Αυγούστου του 1592 να ανακαλύψει τα Νησιά Φόλκλαντ. Αφού πραγματοποίησε μια σύντομη εξερεύνηση, επέστρεψε στην Αγγλία με το πλήρωμα του να έχει αποδεκατιστεί από το σκορβούτο.
Ο Ντέιβις, ανακάλυψε ένα ακόμα κομμάτι από τις δυτικές ακτές της Γροιλανδίας και τις ανατολικές ακτές του Μπάφιν, έχοντας χαρτογραφήσει τις ακτές που εξερεύνησε, και έχοντας φέρει πίσω πολύτιμες περιγραφές για τα φυσικά χαρακτηριστικά των περιοχών, καθώς και για τους ιθαγενείς, συμβάλλοντας έτσι στην Γεωγραφία της εποχής. Επινόησε έναν νέο τρόπο να καταγράφει τις ημερήσιες κινήσεις του πλοίου, τα καιρικά και τα θαλάσσια φαινόμενα σε ένα βιβλίο που έμεινε γνωστό ως “Traverse Book”, το οποίο έπειτα υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε στα Αγγλικά πλοία και αποτελεί σήμερα την κύρια φόρμουλα για τα ημερολόγια των σύγχρονων πλοίων. Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία το 1592, ο Ντέιβις συνέχισε την καριέρα του συμμετέχοντας σε αποστολές προς την Ασία μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Από το 1598 μέχρι το 1600, ακολούθησε τους Ολλανδούς στο πρώτο τους ταξίδι προς την Ασία ενώ από το 1601 μέχρι και το 1603, ακολούθησε τον Τζέιμς Λάνκαστερ στο πρώτο ταξίδι της Αγγλικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών προς την Ασία. Στις 5 Δεκεμβρίου, απέπλευσε για τελευταία φορά από την Αγγλία ως πλοηγός στο πλοίο Τάιγκερ, υπό την διοίκηση του Έντουαρντ Μίτσλεμπορν. Στις 27 Δεκεμβρίου του 1605, καθώς το πλοίο βρισκόταν στις ακτές της Μαλαισίας, κάποιοι Ιάπωνες πιερατές, επιτέθηκαν στους Άγγλους για να καταλάβουν το πλοίο. Αν και οι Άγγλοι κατάφεραν να τους απωθήσουν, ο Ντέιβις, εκείνη την μέρα, ήταν ο πρώτος που σκοτώθηκε στην μάχη. Το όνομα του Τζον Ντέιβις ως ονομασία για τον πορθμό που ενώνει την Θάλασσα Λαμπραντόρ με τον Κόλπο του Χάντσον, καθιερώθηκε από τους Ολλανδούς φαλαινοθήρες που αργότερα έκαναν την εμφάνιση τους στην συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή.